- περιζητώ
- -έω, ΜΑαναζητώ κάτι με προσοχή, ψάχνω με προσοχή να βρω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιζήτησις — ἡ, ητήσεως, Α [περιζητώ] προσεκτική αναζήτηση … Dictionary of Greek
περιζήτητος — η, ο, Ν αυτός για τον οποίο υπάρχει μεγάλη ζήτηση, είτε γιατί είναι πολύ σπάνιος είτε γιατί είναι πολύ σημαντικός ή αγαπητός (α. «περιζήτητο βιβλίο» β. «περιζήτητος τεχνίτης» γ. περιζήτητος σε συντροφιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιζητῶ. Η λ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek